Το 2018, είχα γράψει ότι η Τήνος δεν είναι το νησί που θα διάλεγα να το επισκεφτώ για τα cocktail bar του. Φέτος, δεν θα έλεγα το ίδιο. Και το aegean cocktails & spirits έχει παίξει το δικό του ρόλο σε αυτό.
Σε αντίθεση με την περσινή χρονιά, δεν έβρεχε στην Αθήνα και ο καιρός ήταν καλός. Ίσως, για αυτό να έφυγα από το σπίτι αργότερα, από ότι είχα σχεδιάσει. Κατά συνέπεια, οδηγούσα βιαστικά. Και, επίσης, αντίθετα από ότι το 2018, έφτασα στο λιμάνι αργοπορημένος. Μπήκα στο πλοίο, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή. Προσπέρασα γρήγορα το σαλόνι και αντιστεκόμενος στις μυρωδιές καφέ και σφολιάτας, βόλεψα το κορμί μου σε μια από τις πολλές και άδειες “αεροπορικού τύπου” θέσεις.
Άνοιξα τα μάτια μου, όταν προσεγγίζαμε το νησί της Άνδρου και σηκώθηκα για να ξεμουδιάσω. Έκανα μια βόλτα στο κατάστρωμα και απόλαυσα την απουσία του κόσμου. Χιλιάδες μικροσκοπικές σταγόνες νερού, που χόρευαν ξέφρενα, προσγειωνόντουσαν στο πρόσωπό μου. Επέστρεψα στο κάθισμα μου, μόνο όταν ο θόρυβος και ο καπνός από τις μηχανές του πλοίου με κούρασαν αρκετά. Βεβαίως, πρώτα, ξέπλυνα την αρμύρα από το πρόσωπό μου και έπειτα πήρα έναν εσπρέσο. Ήμουν, πλέον, έτοιμος για να ρίξω μια τελευταία ματιά στις σημειώσεις μου για τα ελληνικά αποστάγματα, το τσίπουρο και το ούζο.
Με το διάβασμα, η ώρα πέρασε γρήγορα και, σύντομα, ανακοινώθηκε η άφιξή μας στο λιμάνι της Τήνου. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά αυτή η, κάπως ζωγραφισμένη, προβλήτα μου αρέσει πολύ. Με την έξοδό μου συνάντησα τη Νένα Δημητρίου (Γαστρονόμος) και τον Βασίλη Κυρίτση (The Clumsies). Χαμογελαστή, όπως πάντοτε, μας καλωσόρισε η Ντένη Καλλιβωκά, ανήσυχη να τα προλάβει όλα. Ανταλλάξαμε τους χαιρετισμούς μας και μοιραστήκαμε στα ξενοδοχεία μας. Μιας και είχα το δικό μου μεταφορικό μέσο, πήρα το δρόμο προς τα Κιόνια. Ο καιρός ήταν υπέροχος, η κίνηση στους δρόμους ελάχιστη και μιας και είχα στη διάθεσή μου μια ώρα για το ραντεβού μας στην “Ψαραγορά”, σταματούσα κάθε λίγο για φωτογραφίες και αγνάντεμα. Μπορεί να ήταν και στο μυαλό μου, αλλά “έπιανα” μυρωδιές από βρεγμένη ψάθα, λες και οι ντόπιοι είχαν ξεκινήσει τις προετοιμασίες για τη νέα σαιζόν. Αλλά και πάλι, από τις ψάθες θα ξεκινούσαν;
Λίγα μόλις λεπτά μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, δυο ρουφηξιές αιγαιοπελαγίτικου αέρα από το μπαλκόνι και μερικές καλημέρες με αγνώστους, έλληνες, ξένους (τι σημασία έχει) στους διαδρόμους πριν τη ρεσεψιόν, με αναζωογόνησαν όσο χρειαζόταν. Θα ήταν αγένεια να φτάσω τελευταίος στο ραντεβού μου και έτσι αναχώρησα για το σημείο συνάντησης. Η μέρα κύλισε με αγκαλιές, φιλιά, συστάσεις και θαλασσινούς μεζέδες. Κάθισα πλάι στον Αλέξανδρο Σουρμπάτη (Casablanca Social Club) και τον Χρήστο Γκόλφη (Kouchico). Κάθε φορά που μετακινούμουν, για να πάρω λίγη κάπαρη ή μελιντζάνα από πιο δίπλα, καλοσωρίζαμε και άλλον έναν επισκέπτη και κάθε φορά που κάναμε μια πρόποση, για την καλή ζωή, προστίθονταν και ένα ποτήρι ακόμα στην παρέα.
Λίγο πριν βραδιάσει, βρεθήκαμε στο ίδιο σημείο, κόσμος πολύς. Χαιρετηθήκαμε, με όσους δεν προφτάσαμε να ειδωθούμε το μεσημέρι και πιάσαμε κουβέντα, γνωστοί και αγνώστοι. Ξαφνικά, βρεθήκαμε να γελάμε με μισογεμάτα στόματα, με αφορμή έναν μεζέ, ένα κομμάτι φρέσκου ζυμωτού ψωμιού ή λίγο τηνιακή μπίρα. Έπειτα η μουσική δυνάμωσε, ο κόσμος γέμισε τον χώρο και οι καλεσμένοι Έλληνες bartender έφτιαξαν αρκετά ποτά, για να έχουν όλοι στα χέρια τους κάτι να πιουν και μια ιστορία, την επόμενη μέρα να διηγηθούν.



Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα από νωρίς και έτρεξα ως το λιμάνι, πριν την ανηφόρα που οδηγεί στην Παναγία της Τήνου, αλέ-ρετούρ 6 χιλιόμετρα. Επιστρέφοντας, με χαιρέτησε ο Βασίλης Δημαράς από το μπαλκόνι του, παραπονούμενος που δεν τον ξύπνησα για να τρέξουμε μαζί. Ένα απολαυστικό μπάνιο και ένα απολαυστικότερο πρωινό, μου έδωσαν την απαραίτητη ενέργεια για τη γεμάτη μέρα που θα ακολουθούσε. Συναντήθηκα με τον Παναγιώτη Καναβέτα (Old Dog) και ανταμώσαμε με τη μεγάλη παρέα (Μποτωνάκης, Κοροβέσης, Παντεδάκης, Βαλλάτος, Κιάκος, Δενδράκης, Τόσκα, Νταφόπουλος, Πάκιος, Σακελάρης), για να πάρουμε το λεωφορείο για την απίθανη παραλία της Κολυμπήθρας. Εκεί, οι συντελεστές του Tinos Food Paths, μας είχαν ετοιμάσει ένα αξέχαστο πρωινό, που για να διώξω τις τύψεις και να το ευχαριστηθώ προσποιήθηκα ότι ήμουν νηστικός. Ό,τι έπρεπε ήταν και το ενδιάμεσο μπουστάρισμα, από τον Χρήστο Χουσέα, ο οποίος έφτιαξε ένα σούπερ παράγωγο της τομάτας με κάποιο shrub και βάση το ούζο “Πλωμάρι” τσίπουρο “δεκαράκι“. Έπρεπε, όμως, να πιω και έναν καφέ της προκοπής και αυτόν μου τον έφερε ο (να ΄ναι καλά) Άρης Μακρής.
Κεφάτοι και χορτάτοι, αναχωρήσαμε για την Καλλονή, το πανέμορφο χωριουδάκι καταμεσίς του νησιού. Εκεί, δίπλα από την πλατεία, σε μια μεγάλη αίθουσα που μας παραχωρήθηκε από τους ντόπιους, πραγματοποιήθηκε και το σεμινάριο για τα ελληνικά αποστάγματα, το οποίο, είχα την τιμή, να επιμεληθώ από την αρχή ως το τέλος. Έχοντας “από κάτω” μου ένα ιδιαίτερα αξιόλογο και απαιτητικό κοινό, αισθάνθηκα τεράστια ευθύνη, αλλά και υποχρέωση, να μεταφέρω όσα είχα καταφέρει να βάλω στο μυαλό μου όλον αυτόν τον καιρό που μελετούσα για το τσίπουρο και το ούζο.

Αλλά να σας πω και κάτι; Ήταν τόσες πολλές οι ιστορίες που είχα διαβάσει, τόσοι πολλοί οι κανονισμοί και οι νόμοι, ήταν τόσα πολλά τα ξενύχτια που είχα κάνει δοκιμάζοντας διάφορα ελληνικά αποστάγματα και συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους, που -ειλικρινά- το μόνο που χρειάστηκε να κάνω, ήταν να δαμάσω τον ενθουσιασμό μου για να τα αποτυπώσω προσεχτικά. Κάθε φορά που ξεκινάω να διαβάσω για τα ελληνικά αποστάγματα, φτάνω σε κάποια εκατοντάδες χρόνια π.Χ. Κάπου εκεί, στο Μεσαίωνα, τα δεδομένα γίνονται πιο συγκεκριμένα και οι ιστορικοί αρχίζουν να συμφωνούν μεταξύ τους για το τι έγινε και τι δεν έγινε. Ανάμεσα στα ιστορικά στοιχεία, είναι πάντοτε ωραίο να συναντώ λαϊκά παραμύθια με μάγους, δράκους, νεράιδες και μοναχούς. Η παραγωγή του τσίπουρου και του ούζου στην Ελλάδα, “κουβαλάει” τόσο πολύ πόνο, διωγμούς, ρυτίδες, ροζιασμένα χέρια, συγκινητικές αφηγήσεις, κόπο και κρυφτό σε δάση, αλλά και γλέντια, χαρές, μεράκι, ξεκαρδιστικές ιστορίες και πειραματισμούς κάτω από το φως του φεγγαριού, που απλά ένιωσα να τα μοιράζομαι όλα εκείνα με φίλους. Νομίζω ήταν κοντά στις 17:00, όταν σταμάτησα να φλυαρώ (βεβαίως ενδιάμεσα έκαναν τις παρουσιάσεις τους και οι παραγωγοί/εκπρόσωποι των ελληνικών ποτών). Πήρα το πρώτο μονοπάτι που βρήκα και χάθηκα στα όμορφα στενάκια με τις όμορφες μικρές κυκλαδίτικες γωνιές, για να ανηφορίσω, τελικά, προς την εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, μια τρίκλητη βασιλική, από τις μεγαλύτερες του νησιού, όπου συναντήθηκα με τον Γρηγόρη Μητράκο.




Η μεταφορά μας στους παλιούς Ανεμόμυλους ήταν μια πραγματική μεταφορά στον χρόνο. Από τους “Μύλους του Νίνου” και του “Ιωσήφ του Καραμέλα”, ακολουθήσαμε “μια κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη”. Περάσαμε από τα χωράφια με τα σκιάχτρα, το αλώνι, τα κελιά. Ξαποστάσαμε στο “Περιβόλη του Μωυσή” και έπειτα και άλλα σκιάχτρα που καρτερούσαν υπομονετικά να δικαιολογήσουν το μεροκάματό τους. Από τους μύλους και δίχως κόπο (για εμάς) προέκυψε το αλεύρι, που ντόπια χέρια το ζυμώσαν και μας το δώσαν ζεστό-ζεστό με αγάπη.
“O μύλος θέλει μυλωνά και το καράβι ναύτες.”
-ελληνική παροιμία



“Του γεωργού η δουλειά στ’ αλώνι φαίνεται.”
-ελληνική παροιμία
Τσιμπολογήσαμε στο “θεατράκι” και ύστερα, περάσαμε από το παραδασιακό καφενείο που έκρυβε μέσα του χιλιάδες αναμνήσεις, μυρωδιές και κουβεντολόι. Νομίζω θα θυμάμαι για πάντα τη στιγμή εκείνη. Είναι και αυτός ένας λόγος που την αναφέρω εδώ. Για να τη θυμάμαι πρώτα εγώ. Και αν θέλετε και εσείς.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν περάσαμε από το γεφυράκι στο οποίο μάθαμε για τις “Αγγελούδες που πείραζαν, για πλάκα, τους περαστικούς του παρελθόντος. Είτε επρόκειτο, όντως, για ξωτικά, για στοιχεία της φύσης, ή “απλές σκέψεις από το μυαλό που τρέχει”, νομίζω πως κανείς από μας δεν θα περνούσε μονάχος του το γεφυράκι εκείνο, μετά από μερικά κοκτέιλ (με ή χωρίς ελληνικά αποστάγματα).
Εάν εμείς, τα ξωτικά, έχουμε κάποιον σας πειράξει, ακούστε αυτό που θα σας πω και όλα θα είναι εντάξει: πείτε στον εαυτό σας πως για λίγο κοιμηθήκατε και πως στον ύπνο σας ό,τι συνέβη ονειρευτήκατε.
-μονόλογος Πουκ, “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Και έτσι, η γη καλλιεργούνταν και οι άνθρωποι θέριζαν, οι σπόροι δίναν άλλους σπόρους, οι μύλοι γύριζαν, τα ζώα έκαναν κύκλους στα αλώνια και το ψωμί μοσχομύριζε στο φούρνο. Και η περιπέτεια της ζωής συνεχιζόταν. Αν και, είμαι σίγουρος, ότι κάπως έτσι μπορεί να είχατε φανταστεί τη ζωή στο χωριό, πριν από πολλά χρόνια, είναι άλλο πράγμα να το “ζεις”, βήμα-βήμα, μονοπάτι-μονοπάτι, κλωστή-κλωστή. Μπορεί τα σκιάχτρα, τον παλιό καιρό, να μην φορούσαν και τόσο μοντέρνα ρούχα, αλλά, σκεφτείτε ότι ήταν μικρά παιδιά, από το δημοτικό, που έγραψαν, με τον τρόπο αυτό, φτιάχνοντας τα δικά τους σκιάχτρα, την ιστορία τους στα αλώνια. Είχα την τύχη να τη μάθω, φέτος, το 2019, έτσι όπως κανένα βιβλίο δεν τη γράφει. Και είμαι βέβαιος, ότι στα διαλείμματα τους, από τη δουλειά, οι μυλωνάδες, οι γεωργοί και οι φουρναραίοι, ένα-δυο τσιπουράκια, λίγο ούζο, λίγο κρασί, από τα αμπέλια τους, όλο και θα το ‘πίναν. Η ελληνική παράδοση πέρασε από πολλά κουρασμένα χέρια. Και εμείς έχουμε υποχρέωση να την κρατήσουμε με τα δικά μας. Ζωντανή. Εις υγείαν.-
“Και έτσι, η γη καλλιεργούνταν και οι άνθρωποι θέριζαν, οι σπόροι δίναν άλλους σπόρους, οι μύλοι γύριζαν, τα ζώα έκαναν κύκλους στα αλώνια και το ψωμί μοσχομύριζε στο φούρνο. Και η περιπέτεια της ζωής συνεχιζόταν.”