Select Page

Ο άρκευθος, το βασικό αρωματικό στοιχείο του gin, ταξίδεψε από την Ολλανδία, στο Βέλγιο, στην Αγγλία, στην Ισπανία,  στις Ηνωμένες Πολιτείες και  στον Νέο Κόσμο. Τώρα που κοινό και επαγγελματίες εξοικειώνονται περισσότερο με το αρωματικό διαυγές ποτό, η Ελλάδα ακολουθεί τεχνηέντως την παγκόσμια αυτή τάση.

φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιαλός

Ο άρκευθος,  αποτελεί την βασική αρωματική ύλη του gin.  Με μέγεθος ενός στραγαλιού, κρύβει μέσα του έναν απέραντο πλούτο αιθερίων ελαίων, αλλά και ευεργετικών ιδιοτήτων. Τον πλούτο αυτό εντόπισαν, επισήμαναν και κατέγραψαν στην παγκόσμια βιβλιογραφία μελετητές και συγγραφείς του 13ου αιώνα. Ως τον 17ο αιώνα ο γιουνίπερος  είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται από τις ποτοποιίες των Κάτω Χωρών στην αποστακτική διαδικασία. Οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί ήταν πρωτοπόροι στην παραγωγή αλκοολούχων ποτών, αρωματισμένα με τον γιουνίπερο ως το χαρακτηριστικό βοτανικό στοιχείο. Και φυσικά, οι «γείτονες»  Βρετανοί θέλησαν πάση θυσία να μάθουν τι έκρυβε το ποτό αυτό που έπιναν οι Ολλανδοί , όταν πολεμούσαν μαζί τους. Μα τι στο καλό τους έδινε τόση δύναμη; Τόσο κουράγιο; Οι Βρετανοί αξιωματούχοι αναζήτησαν το μυστικό πίσω από το «Dutch Courage». Και όταν συμπέραναν ότι  η απάντηση βρισκόταν στο ποτό με juniper, γύρισαν στην πατρίδα τους και έφτιαξαν κάτι (σχεδόν) παρόμοιο. Σωστά καταλάβατε. Το ποτό που προέκυψε από την  αρωματοποίηση αλκοόλης με άρκευθο, ονομάστηκε gin.  Μάλιστα, βάση νόμου, αν θέλει ένα ποτό να χαρακτηριστεί ως gin, ο άρκευθος πρέπει να κατέχει (την) κυρίαρχη γεύση και, φυσικά, να περιέχει τουλάχιστον 37.5% αλκοόλ. Δεν χρειάζεται να είσαστε ειδικοί. Η ετικέτα μιας φιάλης τα αναφέρει όλα.

Αν λοιπόν έως τώρα, πιστεύατε ότι το Gin γεννήθηκε στην Αγγλία, ήρθε η ώρα να αναθεωρήσετε, αφού όπως διαβάσετε, ήδη, gin  παρήγαγαν αρχικά οι Ολλανδοί. Δείτε τώρα και κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον: Τον καιρό που οι Βρετανοί παρήγαγαν gin,  όχι και τόσο καλής ποιότητας (1700-1750), το Βρετανικό Ναυτικό αποβιβαζόταν στο όμορφο νησί της Μινόρκα, που επιλέχθηκε στρατηγικά, ως ορμητήριο για τις ενέργειές τους γύρω από την Μεσόγειο. Έτσι, οι Ισπανοί έμαθαν όσα χρειαζόντουσαν για τον γιουνίπερο και τον ωραίο αρωματικό χαρακτήρα που δανείζει στην αλκοόλη όταν αλληλεπιδρά μαζί της.
Το 1761, οι Βρετανοί αποφασίζουν να πάρουν το gin -πιο πολύ- στα σοβαρά και δίνουν έμφαση στην ποιότητα. Η φήμη των Λονδρέζικων gin απογειώνεται από το 1831 και μετά. Λίγο μετά οι Ισπανοί, που λέγαμε πριν,  παράγουν gin με πρώτη ύλη, όχι τα σιτηρά, αλλά το σταφύλι. Αυτό είναι το Xoriguer Gin. Στο ίδιο περίπου χρονικό σημείο, οι Ισπανοί ξεκινούν το gin Ginebra San Miguel, το οποίο στην πλειονότητα του καταναλώνεται σήμερα στην μεγαλύτερη αγορά Gin παγκοσμίως: Τις Φιλιππίνες! Λίγο πιο Δυτικά, η Ινδία, που συνδέεται ιστορικά με τα μπαχαρικά, την κινίνη και το τόνικ, είναι σήμερα η 5η μεγαλύτερη αγορά gin στον κόσμο. Η Αμερική και οι Ηνωμένες πολιτείες, είναι επίσης υπολογίσιμη δύναμη,  σε ότι αφορά (και) στο gin. Αυτό πιθανώς να το περιμένατε. Αυτό που πιθανώς να μην περιμένατε, είναι ότι σημαντικές και παγκοσμίως γνωστές μάρκες παράγονται τα τελευταία χρόνια στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Βενεζουέλα, την Ουγκάντα, τη Σουηδία, την Ελβετία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Βεβαίως, οι μάρκες των συγκεκριμένων χωρών, θα χρειαστούν να εμφιαλώσουν πολλά gin  μέχρι να αποδείξουν ότι είναι ικανές να αντέξουν στον χρόνο. Κάτι που όμως το έχει καταφέρει ήδη η Σκωτία. Ή ακόμα καλύτερα η Γερμανία, όπου οι ετικέτες gin που είναι γνωστές, έως τώρα, από άκρη σε άκρη αριθμούν αρκετές δεκάδες. (Και φανταστείτε ότι σε ξένα περιοδικά διαβάζουμε ότι σε όλη τη Γερμανία λειτουργούν πάνω από 1500 αποστακτήρια που παράγουν και κάποιο -έστω και άγνωστο- gin).

Στις (πιο) σπάνιες περιπτώσεις, που ένα gin παρασκευάζεται μέσω της αποστακτικής διαδικασίας, με ποιοτικές πρώτες ύλες και μια σπουδαία συνταγή, αλλά ταυτόχρονα επικοινωνείται στην αγορά με υγιείς τρόπους και προσεγμένο μάρκετινγκ, τότε έχει την προοπτική να λάμψει στο βάθος του χρόνου. Αυτό, ακριβώς έχουν αντιληφθεί όλα τα πετυχημένα brands του εξωτερικού και, ευτυχώς, και Έλληνες brand owners. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, μπορεί να παραχθεί gin, αφού δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς τον τόπο παραγωγής του (όπως συμβαίνει με το Κονιάκ ή την Τεκίλα). Επομένως, γιατί να μην μπορεί και στην Ελλάδα – την χώρα που παράγει αλκοολούχα ποτά εδώ και δεκάδες χρόνια – να παραχθεί gin; Την χώρα όπου τα λίγα, μεν, εκσυγχρονισμένα δε, αποστακτήρια κατέχουν πια την τέχνη της αρωματοποίησης, απαραίτητη, για την παραγωγή του τζιν; Την χώρα όπου, εξαιτίας της πλούσιας χλωρίδας, υπάρχει τόσο μα τόσο μεγάλη ποικιλία σε βοτανικά στοιχεία; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις βρήκαν τον τρόπο, τον χρόνο και το μεράκι να απαντήσουν Έλληνες παραγωγοί. Μετρημένες οι ελληνικές ετικέτες gin στα δάχτυλα του ενός χεριού, αλλά με τεράστιες προοπτικές για να υπάρχουν σε κάθε bar. Αναζητείστε τα, σε όλα τα ενημερωμένα bar και δοκιμάστε τα, καταρχάς σε ένα gin tonic. Και έπειτα σε ένα Dry Martini. Ή σε ένα Cardinale. Και γιατί όχι, σε ένα Bee’s Knees.

Share This